- ακαλίγωτος
- η , ο1) неподкованный; 2) перен. необманутый, неодураченный;
§ δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο — он даже и блоху подковать может; — он большой ловкач
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο — он даже и блоху подковать может; — он большой ловкач
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 … Dictionary of Greek
ακαλίγωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καλιγώθηκε, απετάλωτος: Το άλογο είναι ακόμη ακαλίγωτο. 2. αυτός που δεν παγιδεύτηκε: Έννοια σου και δεν τον άφησε κι αυτόν ακαλίγωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)